- αντιπελάργωσις
- ἀντιπελάργωσις, η (AM) [πελαργώ]ανταπόδοση στοργικής φροντίδας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντιπελάργωσις — cherish in turn fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπελάργωσιν — ἀντιπελάργωσις cherish in turn fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)